χάρβαλο

χάρβαλο
το, Ν
1. ρημάδι, σαράβαλο, χάλασμα
2. μτφ. (για πρόσ.) άτομο καταβεβλημένο από τα γηρατειά ή από νόσο, ερείπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, έχει προέλθει από το επίθ. χαλαρός, μέσω ενός αμάρτυρου παρλλ. τ. *χαλαβρός (> χάλαβρο), με μετάθεση τών συμφώνων. Κατ' άλλη όμως άποψη, έχει προέλθει από συμφυρμό τών λ. χάλαρο «ερείπιο, χάλασμα» και άρβηλος «είδος μικρού μαχαιριού, φαλτσέτα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χάρβαλο — το καθετί εξαρθρωμένο, ερειπωμένο ή αχρηστευμένο: Αυτό το σπίτι είναι χάρβαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποχαρβαλώνω — [χάρβαλο] κάνω χάρβαλο, ξεχαρβαλώνω, διαλύω …   Dictionary of Greek

  • χάλαβρο — το, Ν σωρός από βράχια που κατρακύλησαν από βουνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *χαλαβρός, παρλλ. τού επιθ. χαλαρός (βλ. και λ. χάρβαλο)] …   Dictionary of Greek

  • χαρβαλώνω — Ν [χάρβαλο] ξεχαρβαλώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”